Εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου· ενώ εμελέτων, εξήφθη εν εμοί πύρ· ελάλησα διά της γλώσσης μου και είπα,
«Προσευχή του Μωϋσέως, του ανθρώπου του Θεού.» Κύριε, συ έγεινες εις ημάς καταφυγή εις γενεάν και γενεάν.
και θέλει είσθαι σκηνή, διά να επισκιάζη από της καύσεως εν ημέρα, και διά να ήναι καταφύγιον και σκέπη από ανεμοζάλης και από βροχής.