15
Την πύλην δε της πηγής επεσκεύασε Σαλλούν ο υιός του Χολ-οζέ, ο άρχων της περιχώρου της Μισπά· ούτος ωκοδόμησεν αυτήν και εσανίδωσεν αυτήν και έστησε τας θύρας αυτής, τα κλείθρα αυτής και τους μοχλούς αυτής, και το τείχος της κολυμβήθρας του Σιλωάμ πλησίον του κήπου του βασιλέως, και έως των βαθμίδων των καταβαινουσών, από της πόλεως Δαβίδ.
Και εξεπορθήθη η πόλις, και πάντες οι άνδρες του πολέμου έφυγον την νύκτα, διά της οδού της πύλης της μεταξύ των δύο τειχών, της πλησίον του βασιλικού κήπου· οι δε Χαλδαίοι ήσαν πλησίον της πόλεως κύκλω· και ο βασιλεύς υπήγε κατά την οδόν της πεδιάδος.
Έπειτα διέβην εις την πύλην της πηγής και εις την βασιλικήν κολυμβήθραν· και δεν ήτο τόπος διά να περάση το κτήνος το υποκάτω μου.
Και επί την πύλην της πηγής και απέναντι αυτών, ανέβησαν διά των βαθμίδων της πόλεως Δαβίδ εις την ανάβασιν του τείχους, επάνωθεν του οίκου του Δαβίδ, και έως της πύλης των υδάτων προς ανατολάς.
και είπε προς αυτόν· Ύπαγε, νίφθητι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, το οποίον ερμηνεύεται απεσταλμένος. Υπήγε λοιπόν και ενίφθη, και ήλθε βλέπων.