33
Και εταράχθη ο βασιλεύς και ανέβη εις το υπερώον της πύλης, και έκλαυσε· και ενώ επορεύετο, έλεγεν ούτως· Υιέ μου Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου Αβεσσαλώμ· είθε να απέθνησκον εγώ αντί σου, Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου.
πλην τώρα, εάν συγχωρήσης την αμαρτίαν αυτών· ει δε μη, εξάλειψόν με, δέομαι, εκ της βίβλου σου, την οποίαν έγραψας.
Ο δε βασιλεύς εκάλυψε το πρόσωπον αυτού, και εβόα ο βασιλεύς εν φωνή μεγάλη, Υιέ μου Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου.
Διότι ηυχόμην αυτός εγώ να ήμαι ανάθεμα από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των κατά σάρκα συγγενών μου,